
Historical Revisionism: The Battle of Crete and the glorification of the Fallschirmjäger
Interviews, WW2, WW2 in GreeceBy Pierre Kosmidis
H Mάχη της Κρήτης είναι ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο ακόμα και σήμερα απασχολεί πολλούς ιστορικούς, ερευνητές αλλά και την κοινή γνώμη.
Τόσο η ίδια η Μάχη, η οποία παρά τις βαριές απώλειες των Γερμανών, σηματοδότησε την περίοδο της ναζιστικής κατοχής της Κρήτης και τις γερμανικές θηριωδίες που ακολούθησαν κατά του άμαχου πληθυσμού, όσο και η κατοχή του νησιού έχουν αποτυπωθεί σε πλήθος ιστορικών συγγραμμάτων.
Η πληθώρα των πηγών, γραπτών και προφορικών, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε παρερμηνείες και αυθαίρετα συμπεράσματα.
Δεν είναι ωστόσο λίγες οι περιπτώσεις που κάποιοι αποπειρώνται να ξαναγράψουν την Ιστορία, να εξωραϊσουν γεγονότα και να τονίσουν χαρακτηριστικά που λίγη σχέση έχουν με την ιστορική πραγματικότητα, χωρίς να έχουν προκύψει νέα ιστορικά στοιχεία, ή αδιαμφισβήτητες πηγές.
Το βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ για τη Μάχη της Κρήτης αποτέλεσε πρόσφατα τη θρυαλλίδα για μια έντονη αντιπαράθεση, ακόμα και μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι δε διάβασαν την ελληνική μετάφραση του έργου, ορμώμενοι περισσότερο από το θυμικό τους, παρά από την ίδια την πηγή, δηλαδή το βιβλίο και τις απόψεις που καταγράφονται σε αυτό.
Το θέμα έφτασε μέχρι τις δικαστικές αίθουσες, στις οποίες ο συγγραφέας αθωώθηκε, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να αλλάξει τη γνώμη σε πολλούς που διάκεινται αρνητικά στη θεώρηση της Μάχης της Κρήτης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο βιβλίο του Ρίχτερ.
Όσοι διάβασαν το βιβλίο αυτό στα ελληνικά, έμαθαν ελάχιστα νέα στοιχεία για τη Μάχη της Κρήτης και σε κάθε καλόπιστο αναγνώστη δημιουργούνται σοβαρά ερωτήματα:
Οι Γερμανοί προέβησαν δικαιολογημένα στα εγκλήματα και τις θηριωδίες ως αντίποινα, επειδή προκλήθηκαν από τους Κρητικούς, οι οποίοι, ως άμαχοι που πήραν τα όπλα στα χέρια τους για να υπερασπίσουν τη γη τους, δεν προστατεύονταν από διεθνείς συνθήκες;
Οι Γερμανοί πολέμησαν σεβόμενοι τις διεθνείς συνθήκες και ήρθαν περίπου ως… “ιππότες διαπνεόμενοι από ευγενή ιδανικά”;
Εν τέλει, η ιστορική πραγματικότητα επιδέχεται αναμφισβήτητα πολλαπλών ερμηνειών, κατά πόσο όμως είναι επιστημονικά αποδεκτό να γίνεται “εργαλείο” προώθησης συγκεκριμένων απόψεων, οι οποίες λίγη συνάφεια έχουν με τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφηκαν σε διάφορες πηγές και από τις δύο πλευρές;
Ενδεικτικός ίσως είναι και ο τίτλος του βιβλίου: “Η Μάχη της Κρήτης” στην ελληνική έκδοση, “Επιχείρηση Ερμής: Η κατάκτηση της νήσου Κρήτης το Μάιο του 1941” ο τίτλος στη γερμανική έκδοση.
Για λόγους δεοντολογίας και πληρέστερης καταγραφής των απόψεων σχετικά με τον “αναθεωρητισμό της Ιστορίας” απευθυνθήκαμε στον κ. Χάιντς Ρίχτερ, ο οποίος λόγω των δικαστικών του περιπετειών αρνήθηκε ευγενικά να τοποθετηθεί on the record για το ζήτημα αυτό.
Δυστυχώς, δεδομένου ότι η συζήτησή μας έγινε αυστηρά off the record, δε μπορώ να καταγράψω τις πολύ ενδιαφέρουσες θέσεις και την ερμηνεία του, αλλά και τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να γράψει το βιβλίο αυτό.
Απευθύνθηκα σε δύο καταξιωμένους επιστήμονες, το Γιάννη Σκαλιδάκη, Ιστορικό, διδάκτορα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και τη Βασιλική Λάζου, διδάκτορα Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου και μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΙΑΚΑ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι οποίοι “φωτίζουν” το φαινόμενο του “αναθεωρητισμού” και επικεντρώνονται στο βιβλίο του Χάιντς Ρίχτερ.
Γιάννης Σκαλιδάκης, Ιστορικός, δρ. Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Τι είναι αυτό που σας προβληματίζει περισσότερο στη διαμάχη σχετικά με το βιβλίο του Ρίχτερ για την Κρήτη;
Αυτό που θα έπρεπε βασικά να μας προβληματίσει είναι τα ίδια τα πορίσματα του Ρίχτερ σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης, τον εξωραϊσμό της ναζιστικής πρακτικής των συλλογικών αντιποίνων εκ μέρους του γερμανικού στρατού και την επίρριψη ευθυνών στην αμυνόμενη πλευρά.
Όσον αφορά τη διαμάχη για το βιβλίο, ένα πρώτο σημείο προβληματισμού είναι η καθυστερημένη αντίδραση στα γραφόμενα από τον Ρίχτερ που μαρτυρά μια νωθρότητα στο πεδίο της κριτικής.
Η καθυστέρηση αυτή σε συνδυασμό με την απόδοση τιμητικού τίτλου από ελληνικό πανεπιστήμιο, δημιούργησε μια αίσθηση αδικίας στην τοπική κοινωνία.
Ένα δεύτερο σημείο προβληματισμού είναι η δικαστική τροπή που πήραν οι τοπικές αντιδράσεις, τροπή με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, που ουσιαστικά αποπροσανατόλισε τη δημόσια συζήτηση από το πραγματικό επίδικο που είναι οι απόψεις Ρίχτερ και η κριτική σε αυτές.

Και έτσι ερχόμαστε στο τρίτο σημείο προβληματισμού που είναι η συνέχιση μιας αποστασιοποιημένης στάσης από μεγάλη μερίδα του ακαδημαϊκού κόσμου, μια άρνηση να πάρει θέση διατηρώντας μια απόσταση από τις ανησυχίες της κοινωνίας και τα πολιτικά αποτελέσματα που αντικειμενικά παράγουν ερμηνευτικά σχήματα για την πρόσφατη ιστορία.
Ο Ρίχτερ θεωρείται από αρκετούς, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα, ειδικός στα θέματα νεώτερης ελληνικής ιστορίας και κυρίως στα του Β’ΠΠ εδώ και δεκαετίες, καθώς έχει συγγράψει αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία.
Πως αξιολογείτε το έργο του εν γένει και γιατί πιστεύετε ότι το βιβλίο του για την Κρήτη προκάλεσε τόσες αντιδράσεις, μερικές από τις οποίες είναι ακραίες;
Ο Ρίχτερ έχει ειδικευτεί στην νεώτερη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου, με αποτελέσματα όμως κατώτερα άλλων ιστορικών.
Τα παλιότερα έργα του θεωρούνται ήδη παρωχημένα και δεν εντάσσονται στη βασική βιβλιογραφία, για τη δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα π.χ.
Το βασικό του πρόβλημα είναι η προσπάθεια συγκρότησης ερμηνευτικών σχημάτων με βάση προκαθορισμένες πολιτικές απόψεις, πράγμα που τον οδηγεί στην επιλεκτική χρήση των πηγών, και ορισμένες φορές στην παραποίησή τους.
Η δε πρακτική αυτή οδηγεί αναπόφευκτα και στην προχειρολογία.
Κριτική στις πρακτικές του αυτές άσκησε από πολύ νωρίς ο Χάγκεν Φλάισερ (για το «1936-1946: Δυο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα») και μεταγενέστερα και εγώ (για το «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της»).
Το βιβλίο του για την Κρήτη, που ο πρωτότυπος τίτλος του είναι χαρακτηριστικός («Επιχείρηση Ερμής: Κατάκτηση της νήσου Κρήτης το Μάιο 1941») αποτελεί έναν εξωραϊσμό της γερμανικής επίθεσης και βασίζεται σε γερμανικές πηγές.
Το 2011, που κυκλοφόρησε το βιβλίο, δημοσίευσε όχι ένα αλλά τρία άρθρα στα δύο πρώτα τεύχη του περιοδικού «Der Deutsche Fallschirmjäger» (Οι Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές), όργανο του ομώνυμου συνδέσμου του σώματος (Der Bund Deutscher Fallschirmjäger).
Πρόκειται φυσικά για τις μονάδες που πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης, ενώ δεύτερος πρόεδρος του συνδέσμου (1952-1954) υπήρξε ο τότε διοικητής τους και καταδικασμένος ως εγκληματίας πολέμου Kurt Student.
Η πολιτική σκόπευση είναι νομίζω σαφής και οι αντιδράσεις, τόσο από τους ιστορικούς όσο και από τους δημοκρατικούς πολίτες, ήταν δίκαιες και επιβεβλημένες.
Μπορούμε να θεωρήσουμε πως η Ιστορία, μετά από ένα χρονικό διάστημα, «ξαναγράφεται, «εξωραΐζεται», ή λειτουργεί ως ιδεολογικό «όχημα»;
Πόσο «αληθινή» και «αντικειμενική» μπορεί να είναι;
Η Ιστορία είναι επιστήμη και έχει τη μεθοδολογία της.
Όπως και οι υπόλοιπες επιστήμες επηρεάζεται από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για «αντικειμενικότητα» και «ουδετερότητα», όχι μόνο για την Ιστορία αλλά για καμία επιστήμη κατά τη γνώμη μου.
Από κει και πέρα, ο ιστορικός οφείλει να είναι αμερόληπτος απέναντι στα ευρήματά του και να προσπαθεί να επανασυγκροτήσει όσο δυνατόν πιο πιστά το παρελθόν απαντώντας παράλληλα στα ερωτήματα που θέτει κάθε φορά η κοινωνία στο παρελθόν της.
Με αυτήν την έννοια, η ιστορία ξαναγράφεται τόσο με βάση νέες πηγές, νέες αρχειακές διαθεσιμότητες αλλά και νέα ερωτήματα που προκύπτουν σε κάθε ιστορική περίοδο.
Τέλος, υπάρχει πάντα μια απόσταση ανάμεσα στην ακαδημαϊκή ιστοριογραφία που βρίσκεται στην αιχμή της έρευνας και στη δημόσια ιστορία που αλλάζει με πιο αργούς ρυθμούς και με βάση πάντα τους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται στο πέρασμα του χρόνου.
Βέβαια, ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω και στη σκόπιμη παραποίηση των ιστορικών γεγονότων υπάρχει τεράστια διαφορά.
Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν από το βιβλίο του Ρίχτερ είναι με τις λεζάντες σε κάποιες φωτογραφίες, με σαφή αναντιστοιχία ανάμεσα στη γερμανική και την ελληνική έκδοση.
Τέτοιες προφανείς «αβλεψίες» είναι σκόπιμες κατά την άποψή σας και αν ναι, που αποσκοπούν;
Δυστυχώς, οι πρακτικές παραποίησης πηγών από τον Ρίχτερ μας επιτρέπουν να αμφιβάλλουμε για το αν πρόκειται για αβλεψία.
Στο ίδιο βιβλίο η χρήση σχεδόν αποκλειστικά πηγών από τη γερμανική πλευρά, ανάμεσά τους και μαρτυρίες Γερμανών στρατιωτών και η επιδεικτική αγνόηση μαρτυριών από την ελληνική πλευρά, οδηγούν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για σκόπιμη ενέργεια που αποσκοπεί, όπως προείπαμε, στο εξωραϊσμό της δράσης του γερμανικού στρατού και στην αναγνώριση της προσφοράς του στη γερμανική πατρίδα.
Άλλωστε η κατακλείδα του βιβλίου είναι σαφής ως προς αυτό.
Για εσάς η Μάχη της Κρήτης, μπορεί να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του Ρίχτερ, σε ό,τι αφορά στη θεώρηση των Γερμανών ως «ιπποτών» κατά κάποιο τρόπο, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με βαρβαρότητα από τους ιθαγενείς;
Νομίζω πως με βάση τα παραπάνω το ερώτημα είναι περιττό και η απάντηση αυτονόητη.
Παρ’ όλα αυτά, ας μην ξεχνάμε πως σε καμία περίπτωση ο εκβαρβαρισμός του πολέμου δεν ξεκίνησε στην Κρήτη.
Η καταστροφή της ανθρώπινης ζωής και η ιεράρχηση των ανθρώπων σε ανώτερους και κατώτερους είναι εγγενής στη ναζιστική ιδεολογία και η πρακτική της εφαρμογή είχε ήδη ξεκινήσει και μέσα στην ίδια τη Γερμανία και με σαφή τρόπο στην εξόντωση αμάχων στην Πολωνία πολύ πριν.
Η δε μαζική σφαγή στο ανατολικό μέτωπο θα αρχίσει λίγο αργότερα και μόνο ένα διεστραμμένο μυαλό θα μπορούσε να την αποδώσει στην προσπάθεια του κρητικού λαού να υπερασπιστεί τον τόπο του.
Βασιλική Λάζου, Διδάκτορας Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΙΑΚΑ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Γιατί πιστεύετε ότι επανέρχεται το θέμα των ναζί ως “ιπποτών” που αντιμετώπισαν βαρβαρότητα από τους ιθαγενείς Κρήτες;
Πρόκειται για μια νεοαποικιακή αντίληψη η οποία απορρέει από την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Είναι ένας ξεκάθαρος ιστορικός αναθεωρητισμός αποκατάστασης του ναζισμού και των στρατιωτικών του πρακτικών.
Η παρουσίαση των Ναζί εισβολέων ως «ιπποτών» που ενεργούσαν στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου του πολέμου επιχειρεί να διαγράψει τη βαρβαρότητα της γερμανικής κατάκτησης και τη ναζιστική θηριωδία.
Παραβλέπει εσκεμμένα ότι πολυ πριν από τη Μάχη της Κρήτης είχε αποφασιστεί με βάση τη ναζιστική ιδεολογία και τα φυλετικά κριτήρια τα οποία αυτή πρέσβευε ο τρόπος αντιμετώπισης των κατακτημένων λαών στα πλαίσια ενός φυλετικού δικαίου που τους εκλάμβανε ως «υπανθρώπους».
Και ως τέτοιους, ως «υπανθρώπους», μπορούσε ανενδοίαστα να τους εξολοθρεύσει, να τους εξαφανίσει από προσώπου γης ανεξάρτητα από την αντιστασιακή ή όχι δράση τους, την ηλικία και το φύλο τους.
Στο πλαίσιο της ναζιστικής φυλετικής κοσμοαντίληψης περί «Αρίων» και «κατωτέρων» φυλών οι Κρητικοί, όπως και οι άλλοι Έλληνες και οι κατακτημένοι λαοί, αποτελούσαν παράσιτα που έχυναν πολύτιμο γερμανικό αίμα και άρα όποια ακραία μέτρα λαμβάνονταν εναντίον τους δεν ήταν μόνο επιβεβλημένα αλλά και αιτιολογημένα.
Μπoρούμε να πούμε ότι το θέμα του αναθεωρητισμού στην Ιστορία δεν είναι ούτε καινούριο, ούτε μονομερές ιδεολογικά;
Η επιχείρηση του “ιστορικού αναθεωρητισμού” ως προς τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκίνησε από Γερμανούς ιστορικούς ήδη από τη δεκαετία 1960, συνεχίστηκε από Γάλλους, Άγγλους και Αμερικανούς και σχετικά πρόσφατα προστέθηκαν και εγχώριοι ιστορικοί όπως οι Καλύβας και Μαραντζίδης με την αναθεώρηση της ιστορίας της Κατοχής και του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τομή αποτέλεσε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη το 1989 η οποία προκάλεσε εκτεταμένες συζητήσεις για την επαναδιαπράγμευση του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, και τη θέση του Ολοκαυτώματος, φτάνοντας μάλιστα ως τον ιστορικό αρνητισμό.
Στον πυρήνα του ιστορικού αναθεωρητισμού βρίσκεται η άποψη ότι η αλήθεια για το τι συνέβη στο Β ΠΠ είναι σχετική και εξαρτάται από την πολιτική τοποθέτηση αυτού που τη διατυπώνει.
Τα εγκλήματα του ναζισμού δεν αποσιωπώνται αλλά αφενός αποδίδονται στην ηγεσία ή στη στρατιωτική ελίτ- τα Ες-Ες – και από την άλλη συμψηφίζονται με αυτά του κομμουνισμού.
Οι αναθεωρητές αναλώνουν μεγάλο μέρος της έρευνάς τους σε μετρήσεις θυμάτων, από τη μια του ναζισμού, (μαύρη βία), και από την άλλη του κομμουνισμού (κόκκινη βία), τα οποία φροντίζουν τεχνηέντως να συμψηφίζουν.
Με βάση την τεχνική της απόδοσης ευθυνών σε άλλους – κυρίως στην Αντίσταση – τα εγκλήματα του ναζισμού απαλύνονται και αιτιολογούνται.
Δε φταίνε δηλαδή οι Γερμανοί Ναζί και οι συνεργάτες τους για τις εκτελέσεις αμάχων, γυναικών και παιδιών, το τις καταστροφές εκατοντάδων χωριών ή τον ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων αλλά η Αντίσταση που τους προκάλεσε.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους αναθεωρητές, ο σκοπός ήταν η αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου.
Για τους αναθεωρητές δεν έχει σημασία ποιος άρχισε τον πόλεμο, με ποιο σκοπό, ποιες ήταν οι δυνάμεις που συγκρούστηκαν και που κρίθηκε το αποτέλεσμα.
Σημασία έχει ότι ναζισμός και κομμουνισμός είναι ίδιοι και οι «δυνάμεις του καλού» τους εξόντωσαν, πρώτα τον ένα και μετά τον άλλο.
Πρόκειται για μια ιδεολογικοπολιτική χρήση της Ιστορίας η οποία εσκεμμένα αποσιωπά τον αντιχιτλερικό – αντιφασιστικό χαρακτήρα του Β Παγκοσμίου Πολέμου, τη συμμαχία των αστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης με την κομμουνιστική ΕΣΣΔ με στόχο τη συντριβή του ναζισμού καθώς και το ρόλο των αντιστασιακών κινημάτων των κατεχόμενων χωρών σε αυτή την προσπάθεια.
Γιατί ο Ρίχτερ επιλέγει αυτή τη χρονική συγκυρία για να επαναφέρει το θέμα;
Ο αναθεωρητισμός του Ρίχτερ αποτελεί την ιδεολογική έκφραση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη.
Δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό αλλά εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο πολιτιστικής διείσδυσης η οποία εκφράζεται με την εντεινόμενη δραστηριότητα γερμανικών πολιτιστικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα με προεξάρχουσα τη δράση του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον.
Δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένη χρηματοδότηση αλλά εννοώ ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε ιστορικές έρευνες (μεγάλης κλίμακας κυρίως) ποιος τις χρηματοδοτεί π.χ πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα; είναι υποτροφία ελληνικού πανεπιστημίου; γερμανικού; κάποιου ιδρύματος; κάποιου fund;
Ο στόχος του είναι διττός:
Από τη μια μεριά στοχεύει στην άμβλυνση των ελληνικών αντιστάσεων στη γερμανική διείσδυση και στην ανάσχεση ή ακόμα και αποφυγή διεκδίκησης γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα.
Μέσω του προσεταιρισμού ανθρώπων και φορέων η Γερμανία αναζητά και κυρίως χρηματοδοτεί ενδεδειγμένες δράσεις για την επεξεργασία του παρελθόντος οι οποίες «δεν θα επιβαρύνουν τις σχέσεις με πολιτικά και νομικά ζητήματα που απορρέουν από το παρελθόν».
Η προσπάθεια Ρίχτερ εντάσσεται σε αυτά τα πλαίσια της αποδόμησης του αιτήματος για πολεμικές αποζημιώσεις και αποπληρωμή του κατοχικού δανείου.
Από την άλλη μέσω της απαξίωσης και της Αντίστασης των κατεχόμενων λαών απέναντι στους Ναζί κατακτητές επιδιώκεται, στη σημερινή συγκυρία της κρίσης, η υποτίμηση οποιασδήποτε αντίστασης των λαών και των κοινωνιών απέναντι στην πολιτική και οικονομική εκμετάλλευσή τους καθώς και η ιδεολογική και πολιτική δικαίωση νεο-ναζιστικών πρακτικών και νεο-αποικιοκρατικών αντιλήψεων.
Ποια είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους αποπειρώνται να ξαναγράψουν την Ιστορία, αποσιωπώντας αυτά που δεν τους συμφέρουν;
Τέτοιες ενέργειες θα πρέπει να «ξεσκεπάζονται», να αποκαλύπτονται οι πολιτικές τους καταβολές και τα πολιτικά τους κίνητρα.
Και φυσικά οι χορηγοί – χρηματοδότες τους. Θα πρέπει να επισημαίνονται συστηματικά οι διαστρεβλώσεις και οι χειραγωγήσεις, τα ιστορικά λάθη και οι παραλείψεις, ποσοτικές και ποιοτικές (τόσο δηλαδή ως προς τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων πηγών όσο και στο είδος και την επιλεκτική αποσιώπησή τους).
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν πρόκειται για μια επιστημονική αντιπαράθεση στην οποία κάθε ιστορικός δικαιούται να εκφράσει ελεύθερα την επιστημονική του άποψη.
Δεν πρόκειται για ιστορική έρευνα αλλά για μια στοχευμένη προσπάθεια με σαφή πολιτικά κίνητρα.
Είναι νεοναζιστική προπαγάνδα με μανδύα επιστημονοσύνης και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.